τηλύγετος

τηλύγετος
και τηλυγέτης, -έτη, -ον, Α
1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο λατρευτός, ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῡνον τηλύγετον», Ομ. Ιλ.
γ. «λιποῡσα παῑδά τε τηλυγέτην», Ομ. Ιλ.
δ. «Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που γεννήθηκε μακριά από την πατρίδα («τηλύγετον... ἀπὸ πατρίδος», Ευρ.)
3. αυτός που βρίσκεται μακριά, απομακρυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., αβέβαιης σημ. και ετυμολ., το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορα χωρία ως χαρακτηρισμός παιδιών και εκφράζει κυρίως αισθήματα αγάπης και στοργής. Τα χωρία αυτά ερμηνεύονται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους, με αποτέλεσμα να αποδίδονται στο επίθ. τηλύγετος, εκτός από την κύρια σημ. «πολύ αγαπημένος», και άλλες σημασίες. Κατά την αρχαιότητα, η λ. είχε θεωρηθεί σύνθ. από το επίρρ. τῆλε και το γίγνομαι και ερμηνευόταν είτε ως «μακρινός» (πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. τηλυγέτων ἀποικιῶν
τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν) είτε με χρονική σημ. «αυτός που γεννήθηκε αργά» (πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. τηλύγετος
ὁ τηλοῦ τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ παῖς μονογενής). Αλλά και νεώτεροι μελετητές αποδίδουν στο επίθ. τη σημ. «αυτός που γεννήθηκε στη διάρκεια τής απουσίας τού πατέρα του» (αναφορικά προς τον Ορέστη), η οποία οδηγεί επίσης στην ίδια ετυμολογική εξήγηση. Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. τηλύγετος και στο χωρίο τής Ιλιάδας μοῡνον τηλύγετον αλλά και ως προσδιορισμός τού Ορέστη πρέπει να ερμηνευθεί «αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το τελευταίο παιδί» και να συνδεθεί με τη λ. τέλος. Η κατάλ. τού επιθ. τηλύγετος (πρβλ. ἀτρύγετος, Ταΰγετος) έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι πρόκειται για λ. τού γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, τέλος, κατ' άλλους, η λ. πρέπει να θεωρηθεί σύνθ. από τον τ. τᾶλις «νέα γυναίκα» και το λατ. vegetus «ευκίνητος, γοργός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τηλύγετος — a darling son masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτω — τηλύγετος a darling son masc/neut nom/voc/acc dual τηλύγετος a darling son masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτων — τηλύγετος a darling son fem gen pl τηλύγετος a darling son masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλύγετον — τηλύγετος a darling son masc acc sg τηλύγετος a darling son neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτη — τηλύγετος a darling son fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτην — τηλύγετος a darling son fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτης — τηλύγετος a darling son fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτοιο — τηλύγετος a darling son masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτου — τηλύγετος a darling son masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλυγέτους — τηλύγετος a darling son masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”